- προστιμάρισμα
- το, -ατοςεπιβολή πρόστιμου, τιμωρία με πρόστιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προστιμάρισμα — το, Ν [προστιμάρω] η επιβολή προστίμου … Dictionary of Greek